Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ξύπνησε ο Οδυσσέας. Όµως υπήρχε οµίχλη γύρω του και δεν κατάλαβε πως ήταν στην Ιθάκη. Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη. Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις. Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα». Αµέσως η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα.
|
Την άλλη µέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέµαχος κι ο Εύµαιος πήγε στην πόλη να πει στην Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε απ’ το ταξίδι. Σαν έµειναν µόνοι ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος, ήρθε η Αθηνά κι έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή κι εκείνος φανερώθηκε στο γιο του. Γιος και πατέρας αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν πολλή ώρα. Μετά κατέστρωσαν µαζί ένα σχέδιο, για να µπορέσουν να σκοτώσουν τους µνηστήρες. Τότε ήρθε πάλι η Αθηνά κι έκανε τον Οδυσσέα ζητιάνο.
|
Το άλλο πρωί ο Τηλέµαχος έφτασε στο παλάτι και λίγο αργότερα έφτασαν κι ο Οδυσσέας µε τον Εύµαιο. Πάτησε ο Οδυσσέας για πρώτη φορά µετά από είκοσι χρόνια το χώµα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια περίµενε το αφεντικό του να γυρίσει. Όταν τον είδε να µπαίνει στην αυλή, κούνησε την ουρά του χαρούµενο. Ο Οδυσσέας το πλησίασε και το χάιδεψε δακρυσµένος. Μετά από λίγο ο Άργος, αφού είδε τον Οδυσσέα που γύρισε, ξεψύχησε.
|
Έµαθε όµως η Πηνελόπη από τον Εύµαιο πως ήρθε ένας ζητιάνος από µακριά στο σπίτι της κι ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει µήπως ήξερε κάτι για τον άνδρα της. Και το βράδυ, που οι µνηστήρες τέλειωσαν το γλέντι και πήγαν στα σπίτια τους να κοιµηθούν, κάλεσε το ζητιάνο να τον ρωτήσει. Πρώτα όµως κάλεσε την Ευρύκλεια, την πιο πιστή της σκλάβα, να πλύνει τα πόδια του ξένου. Η Ευρύκλεια έφερε µια λεκάνη και νερό, µα καθώς του έπλενε τα πόδια, έπιασε ένα σηµάδι, που είχε ο Οδυσσέας πάνω από το δεξιό του γόνατο, και τον γνώρισε αµέσως. Πήγε να φωνάξει, όµως εκείνος πρόλαβε και της έκλεισε το στόµα. «Αν µ’ αγαπάς, κράτα το στόµα σου κλειστό», της είπε.
|
Μετά µίλησε µε την Πηνελόπη, όµως δεν της φανερώθηκε. Μόνο την παρηγόρησε λέγοντάς της πως ο Οδυσσέας θα ερχόταν σύντοµα. Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιµηθεί, µα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε.
Αφού ξαναδιαβάσεις το κεφάλαιο κάνε τις παρακάτω ασκήσεις:
πηγή:http://didaskaleio.weebly.com πηγή:http://blogs.sch.gr/pgkrougia