Ταξιδεύοντας για την Τροία οι Αχαιοί πέρασαν απ’ τη Δήλο. Εκεί, στο ναό του Απόλλωνα, ήταν ιερέας ο Άνιος που είχε τρεις κόρες, τις Οινότροπες.
Το χώµα που άγγιζε η Σπερµώ γινόταν σιτάρι. Το χώµα που άγγιζε η Οινώ γινόταν κρασί και το χώµα που άγγιζε η Ελαΐδα γινόταν λάδι. Ο Άνιος, που ήταν και µάντης, είπε στους Αχαιούς ότι σε δέκα χρόνια θα έπαιρναν την Τροία και τους κάλεσε να µείνουνε εννιά χρόνια στη Δήλο και το δέκατο χρόνο να πάνε στην Τροία. Εκείνοι όµως δεν δέχτηκαν |
Άρχισε τότε µάχη φοβερή. Οι Τρώες νικήθηκαν και κλείστηκαν στα τείχη της πόλης. Οι Αχαιοί τράβηξαν τα πλοία τους στη στεριά κι έφτιαξαν στρατόπεδο που το έκλεισαν µε τείχος ξύλινο, γιατί κατάλαβαν ότι θα χρειάζονταν πολύ καιρό µέχρι να καταφέρουν να κυριεύσουν την Τροία.Από τους Αχαιούς κανένας δεν τολµούσε να πατήσει στη στεριά. Η Θέτιδα τούς είχε πει πως ο πρώτος που θα πατούσε της Τροίας το χώµα θα έπεφτε νεκρός. Τότε ο Οδυσσέας πέταξε την ασπίδα του στη στεριά και µε ένα πήδηµα στάθηκε πάνω της. Ξεγελασµένος από το τέχνασµά του ο Πρωτεσίλαος πήδησε δεύτερος και πάτησε στο χώµα. Κι αµέσως έπεσε νεκρός απ’ το κοντάρι του Έκτορα.
|
Τον τελευταίο χρόνο του πολέµου, που τα τρόφιµα λιγόστεψαν και ο στρατός πεινούσε, ο Αγαµέµνονας έστειλε ένα καράβι να φέρει στην Τροία τις Οινότροπες. Εκείνες όµως φεύγοντας απ’ τη Δήλο παρακάλεσαν το θεό Διόνυσο να τις βοηθήσει. Κι ο Διόνυσος τις έκανε περιστέρια και πέταξαν και γύρισαν στη Δήλο.