Σκλάβα του Αγαµέµνονα ήταν η Χρυσηίδα. Ο Χρύσης, ο πατέρας της, που ήταν ιερέας του Απόλλωνα, ήρθε ικέτης στο στρατόπεδο των Αχαιών, κρατώντας πλούσια δώρα, το χρυσό ραβδί και τα ιερά στεφάνια του θεού. Έπεσε στα πόδια τού Αγαµέµνονα και τον παρακαλούσε να του δώσει πίσω τη Χρυσηίδα. Ο Αγαµέµνονας δε σεβάστηκε το γέροντα και τον έδιωξε θυµωµένος.
|
Ο Χρύσης τότε παρακάλεσε τον Απόλλωνα να τιµωρήσει σκληρά τους Αχαιούς. Ο Απόλλωνας τον άκουσε από τον Όλυµπο κι αµέσως πήρε το τόξο του και πήγε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Κάθισε παράµερα και αόρατος χτυπούσε µε τα βέλη του τα ζώα και τους ανθρώπους. Έπεσε τότε αρρώστια φοβερή ανάµεσά τους και πέθαιναν οι Αχαιοί, ο ένας µετά τον άλλο.
|
Εννιά µέρες κράτησε το κακό. Τη δέκατη ηµέρα οι βασιλιάδες ρώτησαν το µάντη Κάλχα να τους πει γιατί τους βρήκε τέτοια συµφορά. Εκείνος είπε πως ο Απόλλωνας ήτανε θυµωµένος, γιατί ο Αγαµέµνονας δε σεβάστηκε το Χρύση. Για να σταµατήσει το κακό, ο Αγαµέµνονας έστειλε τη Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της. Όµως διέταξε να φέρουν στη σκηνή του τη σκλάβα του Αχιλλέα, τη Βρισηίδα.
Θύµωσε ο Αχιλλέας πολύ, µίσος και οργή γέµισαν την ψυχή του. Θέλησε να σκοτώσει τον Αγαµέµνονα για την προσβολή που του έκανε, µα έτρεξε η θεά Αθηνά και τον συγκράτησε. Πικραµένος όµως κλείστηκε στη σκηνή του κι ορκίστηκε να µην ξανα πολεµήσει. |